25/10/07

El Greco

Μία μάλλον μυθοπλαστική ταινία που τείνει περισσότερο σε Αμερικανικά πρότυπα παρά σε Ευρωπαϊκά. Ανεξάρτητα από το αν είναι βιογραφική, επί της ουσίας, η ταινία ή συμβολική το σίγουρο είναι οτι καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο οτι καλό και κακό στην ουσία είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Μπορεί ένας αντισυμβατικός και αντικοινωνικός άνθρωπος να μετουσιώνει το καλό και αντίστροφα ένας καθόλα σεβαστός και κοινωνικά αποδεκτός να μετουσιώνει το κακό. Βέβαια η διάκριση, στην πραγματικότητα, δεν είναι πάντα τόσο σαφής και εκεί είναι που χάνει η ταινία. Κορύφωση της ταινίας η στιγμή που παραπέμπει ευθέως σε φιλοσοφικά ερωτήματα. Μπορεί το σκοτάδι να νικήσει το φώς? Πώς θα μπορούσε κάτι που πηγάζει από κάπου (φώς) να νικηθεί από κάτι που είναι απλά η απουσία του (σκότος)...? Μπορεί η μάχη να κερδίθηκε στην ταινία αλλά ο πόλεμος μαίνεται εδώ και αιώνες.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβα τι πραγματικά επιδίωκε η ταινία. Ίσως επειδή πήγα να την δω προκαταλειμένος θετικά, περιμένοντας να δω μια υπερπαραγωγή που γυριζόταν 9 χρόνια. Τελικά έφυγα απογοητευμένος. Αν την τοποθετήσω στα ελληνικά πλαίσια, τότε την θεωρώ μια μέτρια προς σχετικά καλή ταινία, τίποτα όμως ιδιαίτερο, εκτός κι αν τις υπερπαραγωγές τις κάνουν τα κουστούμια. Περίμενα όμως μια παραγωγή που να πλησιάζει τουλάχιστον το επίπεδο παραγωγής των «Πολίτικη κουζίνα» και «Νύφες», αλλά αυτό απέχει πολύ.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα σε καμία στιγμή να ‘μπω’ μέσα στην ταινία. Οι έλληνες που μιλούσαν αγγλικά είχαν μια απαράδεκτη προφορά για τέτοιο επίπεδο παραγωγής. Το ίδιο και ο El Greco όταν μίλησε ελληνικά (χάθηκε τουλάχιστον ένα play back;) Σε ολόκληρη Ιταλία και Ισπανία δεν υπήρχε σχεδόν ούτε ένα ευρύτερο εξωτερικό πλάνο, οι εικόνες περιορίστηκαν σε εσωτερικούς χώρους και σε αυλές. Το πάθος του καλλιτέχνη, ο εσωτερικός του αναβρασμός και οι λόγοι που τον έκαναν ξεχωριστό στο είδος του, περιορίστηκε στο πάθος για δυό γυναίκες και στην προσέγγιση του σκηνοθέτη πως ο Ελ Γρέκο έζησε με προορισμό, σαν φως να πολεμήσει το σκοτάδι. Στην τέχνη του αυτό στέκει, αλλά η προσπάθεια δημιουργίας ενός ηρωικού και μοιραίου χαρακτήρα, που κερδίζει την ιερά εξέταση μόνο επειδή ο ιεροεξεταστής βλέπεις αγγέλους ή δαίμονες πίσω από τον Θεοτοκόπουλο, σαν αυτός να είναι κάποια υπερφυσική φιγούρα, το θεωρώ τουλάχιστον αστείο. Οι στιγμές έντασης της ταινίας προσπάθησαν να επιτευχθούν μόνο με τις δυνατές κραυγές του πρωταγωνιστή, ενώ για την διασαφήνηση του χαρακτήρα του και του έργου του, αντί να χρησιμοποιηθούν διάφορες σκηνές, περιορίστηκαν σε απλές ατάκες. Για παράδειγμα, η μετατροπή μέσω της ζωγραφικής του Θεοτοκόπουλου καθημερινών ή και ‘αμαρτωλών’ χαρακτήρων σε αγίους (κάτι σαν Καραβάτζιο δηλαδή), προσπαθεί να γίνει πιστευτή μόνο γιατί το λένε με λόγια κάποιοι στην ταινία, κι όχι γιατί η ταινία με οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Κι αυτό είναι ένα μοτίβο που την διαπερνά ολόκληρη.
Η ταινία ήταν τελικά βιογραφία; Ήταν παραβολή; Ήταν το μέσο για να προβάλει ο σκηνοθέτης μια μάχη καλού – κακού, φως - σκοταδιού; Ήταν μια προσπάθεια εξύμνησης και ηρωωποίησης μιας ελληνικής μορφής; Τι ήταν;
Τέλος πάντων, αρκετά πλάτυνα. Υπήρχαν βέβαια και καλά στοιχεία στην ταινία, όπως η εξαιρετική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου (πού είναι το μόνο στοιχείο επιβλητικότητας της ταινίας, μαζί με τους πίνακες του Θεοτοκόπουλου στο background).
Από σκηνές κρατάω την σκηνή που ο Λαζόπουλος αδειάζει το πουγκί του από χρήματα και το γεμίζει με χώμα της πατρίδας του, καθώς και την σκηνή που ο υποψήφιος ιεροδικαστής είναι στην εκκλησία και προσεύχεται ενώ έρχεται πίσω του ό άλλος για να τον ρωτήσει αν δέχεται την θέση ή όχι. Κι αυτό, γιατί μόλις σήκωσε το κεφάλι του, η εικόνα μου θύμισε πραγματικά εικόνα παρμένη από το έργο του Ελ Γκρέκο.
Επίσης, με μια μικρή αναζήτηση σήμερα το πρωί στο ίντερνετ για ακόμα περισσότερες πληροφορίες για την ζωή του Θεοτοκόπουλου, είδα ότι όντως είχε κατηγορηθεί από την ιερά εξέτεση πως τα φτερά των αγγέλων που ζωγράφιζε ήταν πιο μεγάλα από το ‘φυσικό’...

gpapoul είπε...

Εγώ αντίθετα πήγα με όσα αρνητικά είχα διαβάσει και έφυγα με καλές εντυπώσεις...